«ΝΕΟΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ : ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΥΠΕΡΒΑΣΗ Η ΑΥΤΟΑΠΟΜΟΝΩΣΗ»
Οι κοινωνίες, όπως γνωρίζουμε, δεν είναι απλά και τυχαία σύνολα ατόμων. Είναι σύνολα προσώπων με συλλογική ταυτότητα, με συνείδηση, δηλαδή του γεγονότος ότι συνδέονται μεταξύ τους, ότι «συνέχονται» με αμοιβαίους δεσμούς και ότι συναποτελούν έτσι ένα ενιαίο, ιδιαίτερο και ξεχωριστό όλο.
Αυτή ακριβώς την ενεργό σύνδεση και συναρμογή των μελών του συνόλου θέλει να εκφράσει ο όρος κοινωνική συνοχή.
Την ίδια όμως ώρα που έχουν συνείδηση της συλλογικής τους ταυτότητας, τα μέλη της κοινωνίας έχουν ενεργό συνείδηση και της δικής τους αυθυπαρξίας.
Είδαμε μάλιστα ότι προϋπόθεση για τη συνείδηση της αυθυπαρξίας αυτής είναι η αναγνώριση των υπολοίπων ως «άλλων», ως ιδιαίτερων αυθύπαρκτων οντοτήτων προς τις οποίες το πρόσωπο στέκεται αντιμέτωπο και με τις οποίες μπορεί να αναπτύξει ή βρίσκεται ήδη σε κάποιες σχέσεις με συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο.
Αυτή η αντίληψη του άλλου ως «ετερότητας» μοιάζει να αντιστρατεύεται τη δυνατότητα της «ταυτότητας» με του άλλον .
Ο διαχωρισμός που γίνεται πολλές φορές μεταξύ ατόμων και κοινωνίας είναι για να διευκολύνει την έρευνα και την μελέτη των κοινωνικών φαινομένων, είτε από άποψη μικροκοινωνιολογική δηλαδή ,παρατήρηση ενός κοινωνικού φαινομένου ξεκινώντας από το άτομο που βρίσκεται μέσα σε ένα μεγαλύτερο κοινωνικό σύνολο π.χ οικογένεια, κοινωνία, κ.τ.λ, είτε από άποψη μακροκοινωνιολογική, δηλαδή ξεκινώντας από την παρατήρηση ενός μεγαλύτερου κοινωνικού συνόλου, π.χ κοινωνίας, έθνους, πολιτισμού κ.λ.π.
Επομένως, το να διαχωρίσουμε αυτές τις έννοιες (άτομο – κοινωνία) δίνοντας υπεροχή στη μια ή στην άλλη, είναι Σα να δεχόμαστε την ύπαρξη αυστηρών ορίων μεταξύ ατόμων και κοινωνίας και αυτό είναι λάθος. Το άτομο δεν υπάρχει μόνο του σαν «εγώ» απομονωμένο από την κοινωνία, και η κοινωνία δεν υπάρχει χωρίς το σύνολο των «εγώ» που την απαρτίζουν .
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια δεδομένη κατάσταση όπου τονίζεται η σημαντικότητα της κοινωνικής συνοχής και της αναγκαίας αποδοχής (εκ’ μέρους των πολιτών) των θεσμών, κανόνων και αιτημάτων που επιτάσσει η κοινωνία.
Αυτή όμως η ανάγκη δηλώνει έμμεσα την ασάφεια και την ρευστότητα που παρουσιάζεται στις σύγχρονες κοινωνίες παράλληλα με την ανομοιογένεια και αντιφατικότητα των κοινωνικών κανόνων που ισχύουν στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία. Τα χαρακτηριστικά αυτά, δημιουργούν στο επίπεδο των ατόμων προβλήματα κοινωνικής προσαρμογής που εκφράζονται με την αμφισβήτηση, με συμπεριφορά που προδίδει ανωριμότητα και ανασφάλεια, με συνεχώς αυξανόμενες δυσχέρειες επικοινωνίας.
Τα περισσότερα άτομα διατηρούνται μέσα σε όρια αντίδρασης που θεωρούνται φυσιολογικά για την κοινωνία της εποχής τους, μερικά όμως ξεπερνούν τα όρια αυτά για να μπουν στο χώρο του «παθολογικού» είτε από ψυχολογική πλευρά (άγχος, νευρώσεις, ψυχασθένειες) είτε από κοινωνική (απόκλιση, εγκληματικότητα) .
Το, κοινωνικό, αυτό πρόβλημα θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει τις ρίζες του στα μαθητικέ χρόνια των νέων και κυρίως λόγω της ανικανότητας του εκπαιδευτικού συστήματος να οικοδομήσει σε σωστά και γερά θεμέλια.
Κάθε εκπαιδευτικό σύστημα προσδιορίζεται από τις αξίες που κυριαρχούν στο συνολικό κοινωνικό και πολιτικό χώρο. Με τον ίδιο περίπου τρόπο που οικογένειες με ανόμοια κοινωνική προέλευση δίνουν στα μέλη τους διαφορετική αγωγή, η παιδεία (σε όλες τις βαθμίδες) παρέχεται ανάλογα με τις επιδιώξεις των δεδομένων πολιτικών συστημάτων.
Το περιεχόμενο της παιδείας επηρεάζεται και από τις ταξικές διαφορές : παρά τη μεταβίβαση μιας σειράς κοινών παραδόσεων και στοιχείων γνώσεις, τα εκπαιδευτικά συστήματα συντηρούν και αναπαράγουν τις ισχύουσες κοινωνικές αντιθέσεις και, κατά συνέπεια, επιδρούν στις δυνατότητες που έχουν τα άτομα για επαγγελματική κινητικότητα. Αναφέρουμε εδώ τα πλουσιότερα εκπαιδευτικά προγράμματα και το ειδικευμένο προσωπικό που έχουν ορισμένα ιδιωτικά σχολεία σε σχέση με τα δημόσια, καθώς και τα κολέγια του εξωτερικού, που απευθύνονται αποκλειστικά σε νέους ή νέες πλουσίων οικογενειών.
Οι σχετικοί με την παιδεία κανονισμοί, καθώς και οι μεταρρυθμίσεις που συντελούνται σ’ αυτούς, επενεργούν σημαντικά στο μέτρο που άλλοι θεσμοί ή μη θεσμοποιημένες ομάδες (γειτονιά κ.τλ) ρυθμίζουν την κοινωνική συμπεριφορά. Ενώ στις προβιομηχανικές κοινωνίες οι τεχνικές και επαγγελματικές γνώσεις αποκτούνται, κατά κανόνα, εμπειρικά, στις αναπτυγμένες χώρες παρουσιάζεται επιτακτική η ανάγκη για εξειδίκευση και φοίτηση σε ειδικές σχολές.
Το γεγονός αυτό δείχνει καθαρά το ρόλο της παιδείας ως μηχανισμού που καθοδηγείται από άλλους θεσμούς, όπως το κράτος και η οικονομία .
Άμεσα συνδεδεμένη με την όλη προβληματική προσαρμογής ή όχι του ατόμου είναι και η διαδικασία ενηλικίωσης.
Έτσι εάν μέχρι τη φάση αυτή (ενηλικίωση) τα άτομα δεν έχουν προετοιμασθεί για να αντιμετωπίσουν τη νέα πραγματικότητα και, ιδιαίτερα, αν δεν έχουν αντιληφθεί ότι στη ζωή δεν έχουν μόνο δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις απέναντι στον εαυτό τους αλλά και στο κοινωνικό σύνολο, είναι φυσικό να αντιμετωπίσουν προβλήματα προσαρμογής.
Κατά τη φάση της ενηλικίωσης, λοιπόν, απαιτείται να υπάρχει κοινωνική ευθύνη, πράγμα στο οποίο σημαίνει ότι υπάρχει μια προηγούμενη υπερπροστατευτική ή ανεύθυνη κοινωνικοποίηση αφήνει τα άτομα εκτεθειμένα, τα οδηγεί, δηλαδή, κατά την ενηλικίωσή τους σε μια εχθρική αντιμετώπιση της κοινωνίας και φυγή όλων των κατηγοριών.
Σχετικά, εδώ, είναι το παράδειγμα της κίνησης των χίπις, των χούλιγκαν κ.λ.π, που αμφισβητούν και εναντιώνονται στις καθιερωμένες κοινωνικές αξίες .
Ένα άλλο, επίσης σημαντικό, στοιχείο είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε λειτουργία των προτύπων επιτυχίας, στην κοινωνία της αφθονία και της κατανάλωσης, στην κοινωνία του ετεροπροσδιορισμού, δημιουργούν αντιλήψεις ζωής, που σε μεγάλο βαθμό είναι ευτελείς και οδηγούν στη συντριβή κάθε μορφής ιδεαλισμού.
Όπως είναι φυσικό ο προβληματισμένος έφηβος, που έχει ολοκληρωτικές απόλυτες αξιώσεις απέναντι στη ζωή και βλέπει ή τουλάχιστον προσπαθεί να δει τα πράγματα στην καθαρή τους μορφή ή αντιδρά έντονα και υποφέρει μέσα σ’ αυτό το κλίμα του έντεχνα προσφερόμενου σχετικισμού και μηδενισμού ή αντίστροφα αφομοιώνεται ολοκληρωτικά.[…] .
Απόρροια όλων των παραπάνω προβληματισμών είναι ότι άτομα στα οποία δεν δόθηκαν ευκαιρίες για κοινωνική δράση αναγκαστικά έρχονται σε σύγκρουση με τα κοινωνικά δεδομένα με αποτέλεσμα η κοινωνία να τα αποπέμψει, στιγματίζοντας τα μάλιστα ως περιθωριακά στοιχεία.
Τα άτομα από την πλευρά τους βρίσκονται σε ανασφάλεια, χωρίς πεποιθήσεις και ιδανικά, χωρίς στόχους και προσδοκίες μην ξέροντας « τι να ελπίζουν και τι να φοβούνται».
Ασφαλώς γεγονός σημαντικό παίζει και η κακή εφαρμογή του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Ένας καταμερισμός που καθορίζεται από την επικρατούσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση, η οποία δίνει τις εντολές προς υποστήριξη ατόμων με όμοιες ιδεολογικές πεποιθήσεις και την απόρριψη ατόμων με ενάντια – εχθρική ιδεολογία που καθιστούν επικίνδυνη την κοινωνική συνοχή.
Έτσι, λοιπόν, διαμορφώνεται μια εχθρική στάση απέναντι στο ισχύον κοινωνικό σύστημα, επικρατεί αμφισβήτηση των θεσμών ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσεται από τα ¨απορριπτέα¨ άτομα, μια ενεργό αντίσταση (συμπλοκές) ενάντια στο κατεστημένο το οποίο θεωρούν υπεύθυνο για την ανόρθωση φραγμών ανάμεσα σ’ αυτούς και το κοινωνικό σύνολο, παρατηρούμε δηλαδή, ότι η κοινωνική αποτυχία εκδηλώνεται με κρούσματα ψυχικής ανωμαλίας (π.χ ορισμένοι τύποι νευρώσεων), είτε με τη μορφή ανοικτής ή κεκαλυμμένης επιθετικότητας και αντικοινωνικότητας.
Η αποτυχία προσαρμογής από ψυχοκοινωνική άποψη σημαίνει ότι το υπέρ – εγώ ως σύστημα κανόνων συμπεριφοράς και προτύπων μπορεί να προκαλέσει στο «εγώ» ένα σύνδρομο ανώμαλου ψυχισμού ή αντικοινωνικότητας όλων των κατηγοριών.
Στην περίπτωση αυτή «εάν» υπάρξει οποιαδήποτε μορφή προσαρμογής θα είναι επιφανειακή.
Αυτό ίσως γίνεται λόγω των περίεργων καιρών που εμείς διανύουμε και του γεγονότος ότι πολλές φορές διαπιστώνουμε άτομα (κυρίως νέα) να απασχολούνται σε θέσεις (εργασίας) όπου δεν τους ολοκληρώνουν ως προσωπικότητα αλλά είναι αναγκασμένοι να τις ασκήσουν λόγω μη εξεύρεσης πόρων προκειμένου να ζήσουν και να απολαύσουν τα αγαθά της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας.
Με την κατάσταση όμως αυτή επέρχεται στο άτομο διάσπαση τόσο από την ταυτότητα του ως «εγώ» όσο και ως «εμείς».
Η διάσπαση αυτή μπορεί να γίνει σε δυο επίπεδα : είτε στο επίπεδο αντιπαράθεσης του ατόμου (εγώ) προς το σύνολο (εμείς) και αποξένωσης του από το δεύτερο, είτε στο επίπεδο αντιπαράθεσης της ατομικής προς τη συλλογική υπόσταση μέσα στο ίδιο το άτομο (το οποίο νοείται ταυτόχρονα ως «εγώ» και ως έκφραση του «εμείς»).
Στο δεύτερο αυτό επίπεδο δεν πρόκειται για αποξένωση του «εγώ» από το «εμείς», αλλά για αποξένωση του ανθρώπου από την ουσία της υπόστασής του, δηλαδή, είτε από την ιδιότητα του ως αυθύπαρκτης προσωπικότητας, είτε από την ιδιότητα του ως οργανικού τμήματος ενός όλου, είτε και από τις δυο μαζί και την αντικατάστασής του από την ιδιότητα του oπαδού, του αριθμού, της εργατικής δύναμης κ.τ.λ. […].
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σ’ ένα επίπεδο σύγκρουσης του «εγώ» με τη συμπεριφορά που οι κοινωνικές συνθήκες επιβάλλουν στο «εγώ». Στο επίπεδο αυτό παρατηρείται μια τάση υποκατάστασης αυτού που «εγώ» είμαι με αυτό που «εγώ» κάνω και της ταύτισης του «εγώ» με τις πράξεις και τις συνέπειες του.
Αποτελεί πάντως βαρύτατο σφάλμα η γνώμη, ότι τα αίτια των δυσχερειών προσαρμογής εξαντλούνται στο επίπεδο ατομικής ψυχολογίας.
Εξ’ ίσου σημαντικότερη, είναι η ψυχοκοινωνική άποψη του θέματος.
Όταν το άτομο στην «παιδευτική» φάση της κοινωνικοποίησης δεν κατορθώσει συνειδητά ή υποσυνείδητα να δεχθεί την αναγκαιότητα ενός κάποιου κοινωνικού καταναγκασμού και να «συμβιβασθεί» με την πραγματικότητα αυτή, όταν το άτομο συλλάβει την κοινωνία σαν απειλή κατά της ολοκλήρωσης και της υπόστασής του, φέρεται πλέον αναγκαστικά προς στάση αρνητική και α-κοινωνική, που εύκολα φτάνει στα όρια αντικοινωνικότητας.
Η ύπαρξη σοβαρών κοινωνικών αποστάσεων και αντιθέσεων, συνθηκών κοινωνικής καταπίεσης και αδικίας, που εμφανίζουν του ισχύοντες κανόνες συμπεριφοράς και ηθικής σαν απλή ιδεολογική συγκάλυψη και δικαιολόγηση των καταστάσεων αυτών, φυσικό είναι να προκαλούν φαινόμενα εσωτερικής αντίστασης, που εμποδίζουν την προσαρμογή και αποτελούν κύριο αίτιο της «ενεργητικής» αποπροσαρμοστικότητας ή εντονότερης αρνητικής κινητικής κινητικότητας.
Πράγματι στο σημείο αυτό μας έρχεται στο μυαλό η έννομη συμπεριφορά - Merton- που είναι η ασύγγνωστη και καταρχήν καταλογιστή παράβαση κοινωνικού κανόνα (εθίμου, νόμου, συνήθειας…). Θεωρείται από το σύνολο ως έκφραση αντικοινωνικότητας και είναι αντικείμενο κολασμού.
Ο χαρακτηρισμός μιας πράξης ως αδικήματος ή «εγκλήματος» (για τους νέους παραστράτημα) την κατατάσσει σ’ αυτήν την κατηγορία εκτροπής.
Το ερώτημα λοιπόν είναι, τι θα το νεαρό άτομο; θα προχωρήσει στη μεγάλη άρνηση και θα αναζητήσει απ’ αυτή τη μεγάλη άρνηση, μια καινούρια σύνθεση, θα εξαντληθεί όπως τόσο συχνά παρατηρείται, σε ένα ολοκληρωτικό αρνητισμό, που οδηγεί σε πλήρες αδιέξοδο σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο ή τέλος θα υποστεί μια πλήρη αποπροσωποίηση και θα μεταβληθεί σ’ ένα μόριο μιας ανώνυμης μάζας.
Η όξυνση της προβληματικότητας αυτής στην εποχή μας είναι το φυσικό επακόλουθο μιας κοινωνίας, που έχει εξαφανίσει τις προϋφιστάμενες οργανικές κοινωνικές ομαδοποιήσεις του παρελθόντος και λειτουργεί στη βάση μιας εντατικοποίησης του ανταγωνισμού από έπακρο γεγονός, που δημιουργεί αυτό το υπαρξιακό αίσθημα του «απορριγμένου»και «πεταμένου» για το οποίο μιλούσε Haidegger. Η ανταγωνιστική διάρθρωση της σημερινής κοινωνίας, η οποία έχει οδηγήσει στην καθίζηση των «αισθημάτων συμπάθειας» (M. SKHELER) και στην ανάπτυξη επιθετικοτήτων όλων των κατηγοριών είναι μια από τις σοβαρότερες ίσως αιτίες του αρνητισμού, που εκδηλώνεται από νέες γενιές στην περίοδο της ενηλικίωσης, ιδιαίτερα στις σύγχρονες υπερκαταναλωτικές κοινωνίες.
Οπωσδήποτε ο αρνητισμός αυτός είναι σύμπτωμα μιας πολιτιστικής κρίσης, που συνδέεται με τη γενικότερη κοινωνικο-πολιτική κρίση που χαρακτηρίζει μια εποχή μετάβασης, όπως είναι η δική μας σε «άλλο» είδος». Ο έφηβος ευαίσθητος δέκτης ή δείκτης αυτής της κρίσης, αναπόφευκτα παραπαίει αναζητώντας μια διέξοδο σε προβλήματα που τα εισπράττει σαν προσωπικά, ενώ στην πραγματικότητα είναι προβλήματα της συνολικής κοινωνίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Τσαούση Δ.Γ, Η κοινωνία του ανθρώπου, Αθήνα 1983, 654 σελ.
2. Φίλια, Κουρούκλη κ.α, Κοινωνιολογία(Γ΄Λυκείου), Αθήνα, ΟΕΔΒ, 1983, 307 σελ.
3. Φίλιας Β, Όψεις της διατήρησης και της μεταβολής του κοινωνικού συστήματος, Αθήνα, εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» 1980,178 σελ.
Αυτή ακριβώς την ενεργό σύνδεση και συναρμογή των μελών του συνόλου θέλει να εκφράσει ο όρος κοινωνική συνοχή.
Την ίδια όμως ώρα που έχουν συνείδηση της συλλογικής τους ταυτότητας, τα μέλη της κοινωνίας έχουν ενεργό συνείδηση και της δικής τους αυθυπαρξίας.
Είδαμε μάλιστα ότι προϋπόθεση για τη συνείδηση της αυθυπαρξίας αυτής είναι η αναγνώριση των υπολοίπων ως «άλλων», ως ιδιαίτερων αυθύπαρκτων οντοτήτων προς τις οποίες το πρόσωπο στέκεται αντιμέτωπο και με τις οποίες μπορεί να αναπτύξει ή βρίσκεται ήδη σε κάποιες σχέσεις με συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο.
Αυτή η αντίληψη του άλλου ως «ετερότητας» μοιάζει να αντιστρατεύεται τη δυνατότητα της «ταυτότητας» με του άλλον .
Ο διαχωρισμός που γίνεται πολλές φορές μεταξύ ατόμων και κοινωνίας είναι για να διευκολύνει την έρευνα και την μελέτη των κοινωνικών φαινομένων, είτε από άποψη μικροκοινωνιολογική δηλαδή ,παρατήρηση ενός κοινωνικού φαινομένου ξεκινώντας από το άτομο που βρίσκεται μέσα σε ένα μεγαλύτερο κοινωνικό σύνολο π.χ οικογένεια, κοινωνία, κ.τ.λ, είτε από άποψη μακροκοινωνιολογική, δηλαδή ξεκινώντας από την παρατήρηση ενός μεγαλύτερου κοινωνικού συνόλου, π.χ κοινωνίας, έθνους, πολιτισμού κ.λ.π.
Επομένως, το να διαχωρίσουμε αυτές τις έννοιες (άτομο – κοινωνία) δίνοντας υπεροχή στη μια ή στην άλλη, είναι Σα να δεχόμαστε την ύπαρξη αυστηρών ορίων μεταξύ ατόμων και κοινωνίας και αυτό είναι λάθος. Το άτομο δεν υπάρχει μόνο του σαν «εγώ» απομονωμένο από την κοινωνία, και η κοινωνία δεν υπάρχει χωρίς το σύνολο των «εγώ» που την απαρτίζουν .
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια δεδομένη κατάσταση όπου τονίζεται η σημαντικότητα της κοινωνικής συνοχής και της αναγκαίας αποδοχής (εκ’ μέρους των πολιτών) των θεσμών, κανόνων και αιτημάτων που επιτάσσει η κοινωνία.
Αυτή όμως η ανάγκη δηλώνει έμμεσα την ασάφεια και την ρευστότητα που παρουσιάζεται στις σύγχρονες κοινωνίες παράλληλα με την ανομοιογένεια και αντιφατικότητα των κοινωνικών κανόνων που ισχύουν στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία. Τα χαρακτηριστικά αυτά, δημιουργούν στο επίπεδο των ατόμων προβλήματα κοινωνικής προσαρμογής που εκφράζονται με την αμφισβήτηση, με συμπεριφορά που προδίδει ανωριμότητα και ανασφάλεια, με συνεχώς αυξανόμενες δυσχέρειες επικοινωνίας.
Τα περισσότερα άτομα διατηρούνται μέσα σε όρια αντίδρασης που θεωρούνται φυσιολογικά για την κοινωνία της εποχής τους, μερικά όμως ξεπερνούν τα όρια αυτά για να μπουν στο χώρο του «παθολογικού» είτε από ψυχολογική πλευρά (άγχος, νευρώσεις, ψυχασθένειες) είτε από κοινωνική (απόκλιση, εγκληματικότητα) .
Το, κοινωνικό, αυτό πρόβλημα θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει τις ρίζες του στα μαθητικέ χρόνια των νέων και κυρίως λόγω της ανικανότητας του εκπαιδευτικού συστήματος να οικοδομήσει σε σωστά και γερά θεμέλια.
Κάθε εκπαιδευτικό σύστημα προσδιορίζεται από τις αξίες που κυριαρχούν στο συνολικό κοινωνικό και πολιτικό χώρο. Με τον ίδιο περίπου τρόπο που οικογένειες με ανόμοια κοινωνική προέλευση δίνουν στα μέλη τους διαφορετική αγωγή, η παιδεία (σε όλες τις βαθμίδες) παρέχεται ανάλογα με τις επιδιώξεις των δεδομένων πολιτικών συστημάτων.
Το περιεχόμενο της παιδείας επηρεάζεται και από τις ταξικές διαφορές : παρά τη μεταβίβαση μιας σειράς κοινών παραδόσεων και στοιχείων γνώσεις, τα εκπαιδευτικά συστήματα συντηρούν και αναπαράγουν τις ισχύουσες κοινωνικές αντιθέσεις και, κατά συνέπεια, επιδρούν στις δυνατότητες που έχουν τα άτομα για επαγγελματική κινητικότητα. Αναφέρουμε εδώ τα πλουσιότερα εκπαιδευτικά προγράμματα και το ειδικευμένο προσωπικό που έχουν ορισμένα ιδιωτικά σχολεία σε σχέση με τα δημόσια, καθώς και τα κολέγια του εξωτερικού, που απευθύνονται αποκλειστικά σε νέους ή νέες πλουσίων οικογενειών.
Οι σχετικοί με την παιδεία κανονισμοί, καθώς και οι μεταρρυθμίσεις που συντελούνται σ’ αυτούς, επενεργούν σημαντικά στο μέτρο που άλλοι θεσμοί ή μη θεσμοποιημένες ομάδες (γειτονιά κ.τλ) ρυθμίζουν την κοινωνική συμπεριφορά. Ενώ στις προβιομηχανικές κοινωνίες οι τεχνικές και επαγγελματικές γνώσεις αποκτούνται, κατά κανόνα, εμπειρικά, στις αναπτυγμένες χώρες παρουσιάζεται επιτακτική η ανάγκη για εξειδίκευση και φοίτηση σε ειδικές σχολές.
Το γεγονός αυτό δείχνει καθαρά το ρόλο της παιδείας ως μηχανισμού που καθοδηγείται από άλλους θεσμούς, όπως το κράτος και η οικονομία .
Άμεσα συνδεδεμένη με την όλη προβληματική προσαρμογής ή όχι του ατόμου είναι και η διαδικασία ενηλικίωσης.
Έτσι εάν μέχρι τη φάση αυτή (ενηλικίωση) τα άτομα δεν έχουν προετοιμασθεί για να αντιμετωπίσουν τη νέα πραγματικότητα και, ιδιαίτερα, αν δεν έχουν αντιληφθεί ότι στη ζωή δεν έχουν μόνο δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις απέναντι στον εαυτό τους αλλά και στο κοινωνικό σύνολο, είναι φυσικό να αντιμετωπίσουν προβλήματα προσαρμογής.
Κατά τη φάση της ενηλικίωσης, λοιπόν, απαιτείται να υπάρχει κοινωνική ευθύνη, πράγμα στο οποίο σημαίνει ότι υπάρχει μια προηγούμενη υπερπροστατευτική ή ανεύθυνη κοινωνικοποίηση αφήνει τα άτομα εκτεθειμένα, τα οδηγεί, δηλαδή, κατά την ενηλικίωσή τους σε μια εχθρική αντιμετώπιση της κοινωνίας και φυγή όλων των κατηγοριών.
Σχετικά, εδώ, είναι το παράδειγμα της κίνησης των χίπις, των χούλιγκαν κ.λ.π, που αμφισβητούν και εναντιώνονται στις καθιερωμένες κοινωνικές αξίες .
Ένα άλλο, επίσης σημαντικό, στοιχείο είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε λειτουργία των προτύπων επιτυχίας, στην κοινωνία της αφθονία και της κατανάλωσης, στην κοινωνία του ετεροπροσδιορισμού, δημιουργούν αντιλήψεις ζωής, που σε μεγάλο βαθμό είναι ευτελείς και οδηγούν στη συντριβή κάθε μορφής ιδεαλισμού.
Όπως είναι φυσικό ο προβληματισμένος έφηβος, που έχει ολοκληρωτικές απόλυτες αξιώσεις απέναντι στη ζωή και βλέπει ή τουλάχιστον προσπαθεί να δει τα πράγματα στην καθαρή τους μορφή ή αντιδρά έντονα και υποφέρει μέσα σ’ αυτό το κλίμα του έντεχνα προσφερόμενου σχετικισμού και μηδενισμού ή αντίστροφα αφομοιώνεται ολοκληρωτικά.[…] .
Απόρροια όλων των παραπάνω προβληματισμών είναι ότι άτομα στα οποία δεν δόθηκαν ευκαιρίες για κοινωνική δράση αναγκαστικά έρχονται σε σύγκρουση με τα κοινωνικά δεδομένα με αποτέλεσμα η κοινωνία να τα αποπέμψει, στιγματίζοντας τα μάλιστα ως περιθωριακά στοιχεία.
Τα άτομα από την πλευρά τους βρίσκονται σε ανασφάλεια, χωρίς πεποιθήσεις και ιδανικά, χωρίς στόχους και προσδοκίες μην ξέροντας « τι να ελπίζουν και τι να φοβούνται».
Ασφαλώς γεγονός σημαντικό παίζει και η κακή εφαρμογή του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Ένας καταμερισμός που καθορίζεται από την επικρατούσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση, η οποία δίνει τις εντολές προς υποστήριξη ατόμων με όμοιες ιδεολογικές πεποιθήσεις και την απόρριψη ατόμων με ενάντια – εχθρική ιδεολογία που καθιστούν επικίνδυνη την κοινωνική συνοχή.
Έτσι, λοιπόν, διαμορφώνεται μια εχθρική στάση απέναντι στο ισχύον κοινωνικό σύστημα, επικρατεί αμφισβήτηση των θεσμών ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσεται από τα ¨απορριπτέα¨ άτομα, μια ενεργό αντίσταση (συμπλοκές) ενάντια στο κατεστημένο το οποίο θεωρούν υπεύθυνο για την ανόρθωση φραγμών ανάμεσα σ’ αυτούς και το κοινωνικό σύνολο, παρατηρούμε δηλαδή, ότι η κοινωνική αποτυχία εκδηλώνεται με κρούσματα ψυχικής ανωμαλίας (π.χ ορισμένοι τύποι νευρώσεων), είτε με τη μορφή ανοικτής ή κεκαλυμμένης επιθετικότητας και αντικοινωνικότητας.
Η αποτυχία προσαρμογής από ψυχοκοινωνική άποψη σημαίνει ότι το υπέρ – εγώ ως σύστημα κανόνων συμπεριφοράς και προτύπων μπορεί να προκαλέσει στο «εγώ» ένα σύνδρομο ανώμαλου ψυχισμού ή αντικοινωνικότητας όλων των κατηγοριών.
Στην περίπτωση αυτή «εάν» υπάρξει οποιαδήποτε μορφή προσαρμογής θα είναι επιφανειακή.
Αυτό ίσως γίνεται λόγω των περίεργων καιρών που εμείς διανύουμε και του γεγονότος ότι πολλές φορές διαπιστώνουμε άτομα (κυρίως νέα) να απασχολούνται σε θέσεις (εργασίας) όπου δεν τους ολοκληρώνουν ως προσωπικότητα αλλά είναι αναγκασμένοι να τις ασκήσουν λόγω μη εξεύρεσης πόρων προκειμένου να ζήσουν και να απολαύσουν τα αγαθά της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας.
Με την κατάσταση όμως αυτή επέρχεται στο άτομο διάσπαση τόσο από την ταυτότητα του ως «εγώ» όσο και ως «εμείς».
Η διάσπαση αυτή μπορεί να γίνει σε δυο επίπεδα : είτε στο επίπεδο αντιπαράθεσης του ατόμου (εγώ) προς το σύνολο (εμείς) και αποξένωσης του από το δεύτερο, είτε στο επίπεδο αντιπαράθεσης της ατομικής προς τη συλλογική υπόσταση μέσα στο ίδιο το άτομο (το οποίο νοείται ταυτόχρονα ως «εγώ» και ως έκφραση του «εμείς»).
Στο δεύτερο αυτό επίπεδο δεν πρόκειται για αποξένωση του «εγώ» από το «εμείς», αλλά για αποξένωση του ανθρώπου από την ουσία της υπόστασής του, δηλαδή, είτε από την ιδιότητα του ως αυθύπαρκτης προσωπικότητας, είτε από την ιδιότητα του ως οργανικού τμήματος ενός όλου, είτε και από τις δυο μαζί και την αντικατάστασής του από την ιδιότητα του oπαδού, του αριθμού, της εργατικής δύναμης κ.τ.λ. […].
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σ’ ένα επίπεδο σύγκρουσης του «εγώ» με τη συμπεριφορά που οι κοινωνικές συνθήκες επιβάλλουν στο «εγώ». Στο επίπεδο αυτό παρατηρείται μια τάση υποκατάστασης αυτού που «εγώ» είμαι με αυτό που «εγώ» κάνω και της ταύτισης του «εγώ» με τις πράξεις και τις συνέπειες του.
Αποτελεί πάντως βαρύτατο σφάλμα η γνώμη, ότι τα αίτια των δυσχερειών προσαρμογής εξαντλούνται στο επίπεδο ατομικής ψυχολογίας.
Εξ’ ίσου σημαντικότερη, είναι η ψυχοκοινωνική άποψη του θέματος.
Όταν το άτομο στην «παιδευτική» φάση της κοινωνικοποίησης δεν κατορθώσει συνειδητά ή υποσυνείδητα να δεχθεί την αναγκαιότητα ενός κάποιου κοινωνικού καταναγκασμού και να «συμβιβασθεί» με την πραγματικότητα αυτή, όταν το άτομο συλλάβει την κοινωνία σαν απειλή κατά της ολοκλήρωσης και της υπόστασής του, φέρεται πλέον αναγκαστικά προς στάση αρνητική και α-κοινωνική, που εύκολα φτάνει στα όρια αντικοινωνικότητας.
Η ύπαρξη σοβαρών κοινωνικών αποστάσεων και αντιθέσεων, συνθηκών κοινωνικής καταπίεσης και αδικίας, που εμφανίζουν του ισχύοντες κανόνες συμπεριφοράς και ηθικής σαν απλή ιδεολογική συγκάλυψη και δικαιολόγηση των καταστάσεων αυτών, φυσικό είναι να προκαλούν φαινόμενα εσωτερικής αντίστασης, που εμποδίζουν την προσαρμογή και αποτελούν κύριο αίτιο της «ενεργητικής» αποπροσαρμοστικότητας ή εντονότερης αρνητικής κινητικής κινητικότητας.
Πράγματι στο σημείο αυτό μας έρχεται στο μυαλό η έννομη συμπεριφορά - Merton- που είναι η ασύγγνωστη και καταρχήν καταλογιστή παράβαση κοινωνικού κανόνα (εθίμου, νόμου, συνήθειας…). Θεωρείται από το σύνολο ως έκφραση αντικοινωνικότητας και είναι αντικείμενο κολασμού.
Ο χαρακτηρισμός μιας πράξης ως αδικήματος ή «εγκλήματος» (για τους νέους παραστράτημα) την κατατάσσει σ’ αυτήν την κατηγορία εκτροπής.
Το ερώτημα λοιπόν είναι, τι θα το νεαρό άτομο; θα προχωρήσει στη μεγάλη άρνηση και θα αναζητήσει απ’ αυτή τη μεγάλη άρνηση, μια καινούρια σύνθεση, θα εξαντληθεί όπως τόσο συχνά παρατηρείται, σε ένα ολοκληρωτικό αρνητισμό, που οδηγεί σε πλήρες αδιέξοδο σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο ή τέλος θα υποστεί μια πλήρη αποπροσωποίηση και θα μεταβληθεί σ’ ένα μόριο μιας ανώνυμης μάζας.
Η όξυνση της προβληματικότητας αυτής στην εποχή μας είναι το φυσικό επακόλουθο μιας κοινωνίας, που έχει εξαφανίσει τις προϋφιστάμενες οργανικές κοινωνικές ομαδοποιήσεις του παρελθόντος και λειτουργεί στη βάση μιας εντατικοποίησης του ανταγωνισμού από έπακρο γεγονός, που δημιουργεί αυτό το υπαρξιακό αίσθημα του «απορριγμένου»και «πεταμένου» για το οποίο μιλούσε Haidegger. Η ανταγωνιστική διάρθρωση της σημερινής κοινωνίας, η οποία έχει οδηγήσει στην καθίζηση των «αισθημάτων συμπάθειας» (M. SKHELER) και στην ανάπτυξη επιθετικοτήτων όλων των κατηγοριών είναι μια από τις σοβαρότερες ίσως αιτίες του αρνητισμού, που εκδηλώνεται από νέες γενιές στην περίοδο της ενηλικίωσης, ιδιαίτερα στις σύγχρονες υπερκαταναλωτικές κοινωνίες.
Οπωσδήποτε ο αρνητισμός αυτός είναι σύμπτωμα μιας πολιτιστικής κρίσης, που συνδέεται με τη γενικότερη κοινωνικο-πολιτική κρίση που χαρακτηρίζει μια εποχή μετάβασης, όπως είναι η δική μας σε «άλλο» είδος». Ο έφηβος ευαίσθητος δέκτης ή δείκτης αυτής της κρίσης, αναπόφευκτα παραπαίει αναζητώντας μια διέξοδο σε προβλήματα που τα εισπράττει σαν προσωπικά, ενώ στην πραγματικότητα είναι προβλήματα της συνολικής κοινωνίας.
ΗΛΙΑΣ ΒΛΑΧΟΣ
ΔΑΣΚΑΛΟΣ-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΟΣ
(ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΤΟ 1995)
ΔΑΣΚΑΛΟΣ-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΟΣ
(ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΤΟ 1995)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Τσαούση Δ.Γ, Η κοινωνία του ανθρώπου, Αθήνα 1983, 654 σελ.
2. Φίλια, Κουρούκλη κ.α, Κοινωνιολογία(Γ΄Λυκείου), Αθήνα, ΟΕΔΒ, 1983, 307 σελ.
3. Φίλιας Β, Όψεις της διατήρησης και της μεταβολής του κοινωνικού συστήματος, Αθήνα, εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» 1980,178 σελ.
Σχόλια